Ετυμολογία

επεξεργασία
regulation < regulat(e) + -ion

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌɹɛɡjʊˈleɪʃən/
τυπογραφικός συλλαβισμός: reg‐u‐la‐tion

  Επίθετο

επεξεργασία

regulation (en) (χωρίς παραθετικά)

  • κανονικός
    ⮡  regulation uniform/regulation size - κανονική στολή/κανονικό μέγεθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
regulation regulations

regulation (en)

  1. ο κανονισμός, η διάταξη, νομικός κανόνας
    ⮡  Europe is tightening its regulation of illegal online content.
    Η Ευρώπη αυστηροποιεί τον κανονισμό της στο παράνομο διαδικτυακό περιεχόμενο.
    ⮡  There is no regulation to the contrary.
    Δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη.
  2. (μη μετρήσιμο) η ρύθμιση, η ενέργεια του να ρυθμίζω
    ⮡  frequency regulation mechanism - μηχανισμός για τη ρύθμιση της συχνότητας
    ⮡  regulation of sugar/of hypertension - ρύθμιση του ζαχάρου/της υπέρτασης