regulation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- regulation < regulat(e) + -ion
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌɹɛɡjʊˈleɪʃən/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : reg‐u‐la‐tion
Επίθετο
επεξεργασίαregulation (en) (χωρίς παραθετικά)
- κανονικός
- ⮡ regulation uniform/regulation size - κανονική στολή/κανονικό μέγεθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
regulation | regulations |
regulation (en)
- ο κανονισμός, η διάταξη, νομικός κανόνας
- ⮡ Europe is tightening its regulation of illegal online content.
- Η Ευρώπη αυστηροποιεί τον κανονισμό της στο παράνομο διαδικτυακό περιεχόμενο.
- ⮡ There is no regulation to the contrary.
- Δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη.
- ⮡ Europe is tightening its regulation of illegal online content.
- (μη μετρήσιμο) η ρύθμιση, η ενέργεια του να ρυθμίζω
- ⮡ frequency regulation mechanism - μηχανισμός για τη ρύθμιση της συχνότητας
- ⮡ regulation of sugar/of hypertension - ρύθμιση του ζαχάρου/της υπέρτασης