regulate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | regulate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | regulates |
αόριστος | regulated |
παθητική μετοχή | regulated |
ενεργητική μετοχή | regulating |
Ρήμα
επεξεργασίαregulate (en)
- ρυθμίζω
- ⮡ They will be regulated by a new law.
- (Αυτοί) θα ρυθμιστούν με νέο νόμο.
- ⮡ They will be regulated by a new law.