ενεστώτας regulate
γ΄ ενικό ενεστώτα regulates
αόριστος regulated
παθητική μετοχή regulated
ενεργητική μετοχή regulating

regulate (en)

  • ρυθμίζω
    ⮡  They will be regulated by a new law.
    (Αυτοί) θα ρυθμιστούν με νέο νόμο.
    ⮡  The government introduced measures to regulate the financial sector.
    Η κυβέρνηση εισήγαγε μέτρα για τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Συγγενικά

επεξεργασία