ζωφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωφόρος | οι | ζωφόροι |
γενική | της | ζωφόρου | των | ζωφόρων |
αιτιατική | τη | ζωφόρο | τις | ζωφόρους |
κλητική | ζωφόρε | ζωφόροι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωφόρος < (λόγιο δάνειο) λατινική zophorus < ελληνιστική κοινή *ζωφόρος[1]
- ή < ελληνιστική κοινή ζῳφόρος/ζῳφόρος [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζωφόρος θηλυκό
- άλλη μορφή του ζωοφόρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζωοφόρος, ζωφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ζωφόρος, ζωοφόρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)