ζῳφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ζῳφόρος | τὸ | ζῳφόρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ζῳφόρου | τοῦ | ζῳφόρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ζῳφόρῳ | τῷ | ζῳφόρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ζῳφόρον | τὸ | ζῳφόρον | ||
κλητική ὦ! | ζῳφόρε | ζῳφόρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ζῳφόροι | τὰ | ζῳφόρᾰ | ||
γενική | τῶν | ζῳφόρων | τῶν | ζῳφόρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ζῳφόροις | τοῖς | ζῳφόροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ζῳφόρους | τὰ | ζῳφόρᾰ | ||
κλητική ὦ! | ζῳφόροι | ζῳφόρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζῳφόρω | τὼ | ζῳφόρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζῳφόροιν | τοῖν | ζῳφόροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαζῳφόρος και ζῳοφόρος (ίσως διαφορετικό από το ζωοφόρος: φέρω + ζωή, ίσως το ίδιο με άλλη ορθογραφία)
- που παρέχει ζωή
- που φέρει απεικονίσεις πολλών ζώων ή μορφών ζωής ή γενικά σχεδίων με ζωντάνια, σαν ζωντανά, ο πλήρης με ανάγλυφα