ζῳοφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ζῳοφόρος | αἱ | ζῳοφόροι | ||||
γενική | τῆς | ζῳοφόρου | τῶν | ζῳοφόρων | ||||
δοτική | τῇ | ζῳοφόρῳ | ταῖς | ζῳοφόροις | ||||
αιτιατική | τὴν | ζῳοφόρον | τὰς | ζῳοφόρους | ||||
κλητική ὦ! | ζῳοφόρε | ζῳοφόροι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζῳοφόρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ζῳοφόροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζῳοφόρος θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ζῳοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.