Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διακανονίζω < διά + κανονίζω < αρχαία ελληνική κανονίζω < κανών

  ΡήμαΕπεξεργασία

διακανονίζω (παθητική φωνή: διακανονίζομαι)

  1. διευθετώ κάποια υπόθεση ακολουθώντας ορισμένους κανόνες
  2. ρυθμίζω, τακτοποιώ συναινετικά ένα ζήτημα ακολουθώντας μια ορισμένη τυπική και ουσιαστική διαδικασία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία