διακανονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακανονίζω < διά + κανονίζω < αρχαία ελληνική κανονίζω < κανών
Ρήμα
επεξεργασίαδιακανονίζω (παθητική φωνή: διακανονίζομαι)
- διευθετώ κάποια υπόθεση ακολουθώντας ορισμένους κανόνες
- ρυθμίζω, τακτοποιώ συναινετικά ένα ζήτημα ακολουθώντας μια ορισμένη τυπική και ουσιαστική διαδικασία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- διακανόνιση
- διακανονισμός
- → δείτε τις λέξεις διά και κανόνας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακανονίζω | διακανόνιζα | θα διακανονίζω | να διακανονίζω | διακανονίζοντας | |
β' ενικ. | διακανονίζεις | διακανόνιζες | θα διακανονίζεις | να διακανονίζεις | διακανόνιζε | |
γ' ενικ. | διακανονίζει | διακανόνιζε | θα διακανονίζει | να διακανονίζει | ||
α' πληθ. | διακανονίζουμε | διακανονίζαμε | θα διακανονίζουμε | να διακανονίζουμε | ||
β' πληθ. | διακανονίζετε | διακανονίζατε | θα διακανονίζετε | να διακανονίζετε | διακανονίζετε | |
γ' πληθ. | διακανονίζουν(ε) | διακανόνιζαν διακανονίζαν(ε) |
θα διακανονίζουν(ε) | να διακανονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακανόνισα | θα διακανονίσω | να διακανονίσω | διακανονίσει | ||
β' ενικ. | διακανόνισες | θα διακανονίσεις | να διακανονίσεις | διακανόνισε | ||
γ' ενικ. | διακανόνισε | θα διακανονίσει | να διακανονίσει | |||
α' πληθ. | διακανονίσαμε | θα διακανονίσουμε | να διακανονίσουμε | |||
β' πληθ. | διακανονίσατε | θα διακανονίσετε | να διακανονίσετε | διακανονίστε | ||
γ' πληθ. | διακανόνισαν διακανονίσαν(ε) |
θα διακανονίσουν(ε) | να διακανονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διακανονίσει | είχα διακανονίσει | θα έχω διακανονίσει | να έχω διακανονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διακανονίσει | είχες διακανονίσει | θα έχεις διακανονίσει | να έχεις διακανονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διακανονίσει | είχε διακανονίσει | θα έχει διακανονίσει | να έχει διακανονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διακανονίσει | είχαμε διακανονίσει | θα έχουμε διακανονίσει | να έχουμε διακανονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διακανονίσει | είχατε διακανονίσει | θα έχετε διακανονίσει | να έχετε διακανονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διακανονίσει | είχαν διακανονίσει | θα έχουν διακανονίσει | να έχουν διακανονίσει |
|