διακανόνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διακανόνιση | οι | διακανονίσεις |
γενική | της | διακανόνισης* | των | διακανονίσεων |
αιτιατική | τη | διακανόνιση | τις | διακανονίσεις |
κλητική | διακανόνιση | διακανονίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακανονίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διακανόνιση < διακανονίζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακανόνιση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακανόνιση
|