εκκαθαρίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκκαθαρίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκαθαρίζω
- θα εκκαθαρίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκαθαρίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εκκαθαρίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκκαθάριση