πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόλυση οι απολύσεις
      γενική της απόλυσης* των απολύσεων
    αιτιατική την απόλυση τις απολύσεις
     κλητική απόλυση απολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόλυση θηλυκό

  1. ο διωγμός ενός εργαζομένου από την εργασία του (μόνιμα)
  2. η αποφυλάκιση, η απελευθέρωση
  3. η λήξη της θητείας ενός στρατιώτη και η χορήγηση σ’ αυτόν του απολυτηρίου
  4. (λαϊκότροπο) (θρησκεία) το τέλος της Θείας Λειτουργίας (η άλλης ακολουθίας) και η συνακόλουθη αποχώρηση των πιστών από το ναό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία