• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

απολυτήριο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολυτήριο τα απολυτήρια
      γενική του απολυτήριου
& απολυτηρίου
των απολυτήριων
& απολυτηρίων
    αιτιατική το απολυτήριο τα απολυτήρια
     κλητική απολυτήριο απολυτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
απολυτήριο < ουδέτερο του απολυτήριος < απολύω + -τήριος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απολυτήριο ουδέτερο

  • επίσημο αποδεικτικό κανονικής εκπλήρωσης και ολοκλήρωσης κάποιων υποχρεώσεων (σχολείου, σπουδών, στρατιωτικής θητείας κ.λπ.)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • (ελληνιστική κοινή)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    απολυτήριο
  • αγγλικά : certificate (en)
  • γαλλικά : baccalauréat (fr)
  • γερμανικά : Schulabschluss (de), Abitur (de), Matura (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=απολυτήριο&oldid=7011920"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2025, στις 06:30

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2025, στις 06:30.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας