απολυτήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολυτήριος < απολύ(ω) + -τήριος, [1] μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Εntlassungszeugnis [2] ή αναδρομικός σχηματισμός από το ουδέτερο απολυτήριο < μεσαιωνική ελληνική ἀπολυτήριον [3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.liˈti.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐λυ‐τή‐ρι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίααπολυτήριος, -α, -ο
- (εκπαίδευση) που έχει σχέση με την ολοκλήρωση των σπουδών μιας σχολικής βαθμίδας, αναφέρεται σ’ αυτή ή αποσκοπεί σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) απολυτήριο
- (εκπαίδευση) το σχετικό πιστοποιητικό που πιστοποιεί την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών μιας σχολικής βαθμίδας
- (στρατιωτικός όρος) πιστοποιητικό ολοκλήρωσης της στρατιωτικής θητείας και απόλυσης απ’ τις στρατιωτικές υποχρεώσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- απολυτήριες εξετάσεις
- απολυτήριο
- → δείτε τις λέξεις απολύω, από και λύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολυτήριος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «απολύω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ απολυτήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ απολυτήριος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας