Schulabschluss
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Schulabschluss | die | Schulabschlüsse |
γενική | des | Schulabschlusses | der | Schulabschlüsse |
δοτική | dem | Schulabschluss Schulabschlusse |
den | Schulabschlüssen |
αιτιατική | den | Schulabschluss | die | Schulabschlüsse |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Schulabschluss (de) αρσενικό
- (Γερμανία) το απολυτήριο