Abitur
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Abitur | die | Abiture |
γενική | des | Abiturs | der | Abiture |
δοτική | dem | Abitur | den | Abituren |
αιτιατική | das | Abitur | die | Abiture |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Abitur (de) ουδέτερο
- (Γερμανία) το απολυτήριο λυκείου
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (Αυστρία) Maturität