λύκειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λύκειο | τα | λύκεια |
γενική | του | λυκείου & λύκειου |
των | λυκείων |
αιτιατική | το | λύκειο | τα | λύκεια |
κλητική | λύκειο | λύκεια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λύκειο < αρχαία ελληνική Λύκειον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλύκειο ουδέτερο
- η δεύτερη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αμέσως μετά το γυμνάσιο
- ένα σχολείο αυτής της βαθμίδας εκπαίδευσης
- τίτλος συλλόγων ή οργανώσεων με μορφωτικούς, πολιτιστικούς στόχους
- Λύκειο Ελληνίδων