Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λυκειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λυκειακ
ός
η
λυκειακ
ή
το
λυκειακ
ό
γενική
του
λυκειακ
ού
της
λυκειακ
ής
του
λυκειακ
ού
αιτιατική
τον
λυκειακ
ό
τη
λυκειακ
ή
το
λυκειακ
ό
κλητική
λυκειακ
έ
λυκειακ
ή
λυκειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λυκειακ
οί
οι
λυκειακ
ές
τα
λυκειακ
ά
γενική
των
λυκειακ
ών
των
λυκειακ
ών
των
λυκειακ
ών
αιτιατική
τους
λυκειακ
ούς
τις
λυκειακ
ές
τα
λυκειακ
ά
κλητική
λυκειακ
οί
λυκειακ
ές
λυκειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λυκειακός
<
λύκειο
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
λυκειακός
που έχει
σχέση
με το
λύκειο
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
προλυκειακός
μεταλυκειακός
→
δείτε
τη λέξη
λύκειο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λυκειακός