baccalauréat
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- baccalauréat < μεσαιωνική λατινική baccalaureatus
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.ka.lo.ʁe.a/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
baccalauréat | baccalauréats |
baccalauréat (fr) αρσενικό
- (Γαλλία) το απολυτήριο του λυκείου
- (Καναδάς) πανεπιστημιακές σπουδές πρώτου κύκλου· το δίπλωμα που παίρνει κάποιος στο τέλος αυτών των σπουδών