Ετυμολογία

επεξεργασία
licenciement < licencier

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
licenciement licenciements

licenciement (fr) αρσενικό

 συνώνυμα: débauchage

Συγγενικά

επεξεργασία