Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.bo.ʃa:ʒ/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
débauchage < débaucher

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
débauchage débauchages

débauchage (fr) αρσενικό

  1. η απόλυση
     συνώνυμα: licenciement
  2. (κατ’ επέκταση) η πρόσληψη ενός επαγγελματία μιας άλλης εταιρίας, κόμματος, κλπ.

Συγγενικά

επεξεργασία