débauchage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /de.bo.ʃa:ʒ/
Ετυμολογία
επεξεργασία- débauchage < débaucher
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
débauchage | débauchages |
débauchage (fr) αρσενικό
- η απόλυση
- (κατ’ επέκταση) η πρόσληψη ενός επαγγελματία μιας άλλης εταιρίας, κόμματος, κλπ.