ξεδιάλυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεδιάλυμα < ξεδιαλύνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεδιάλυμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ξεδιαλύνω, όχι ιδιαίτερα χρησιμοποιουμενη λέξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεδιάλυμα
|
ξεδιάλυμα ουδέτερο
|