Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεδιάλυμα τα ξεδιαλύματα
      γενική του ξεδιαλύματος των ξεδιαλυμάτων
    αιτιατική το ξεδιάλυμα τα ξεδιαλύματα
     κλητική ξεδιάλυμα ξεδιαλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεδιάλυμα < ξεδιαλύνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεδιάλυμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα του ξεδιαλύνω, όχι ιδιαίτερα χρησιμοποιουμενη λέξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία