↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρευστοποίηση οι ρευστοποιήσεις
      γενική της ρευστοποίησης* των ρευστοποιήσεων
    αιτιατική τη ρευστοποίηση τις ρευστοποιήσεις
     κλητική ρευστοποίηση ρευστοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρευστοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρευστοποίηση < ρευστοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρευστοποίηση θηλυκό

  1. μετατροπή μιας ουσίας σε ρευστό ή υγρό
     συνώνυμα: λιώσιμο, υγροποίηση, σύντηξη, τήξη
     αντώνυμα: πήξη, πήξιμο, δέσιμο
  2. μετατροπή του κεφαλαίου κινητού ή ακίνητου σε χρήμα
     αντώνυμα: επένδυση (σε κινητές ή ακίνητες αξίες)
  3. η ευκολία με την οποία μπορεί να μετατραπεί ένα περιουσιακό στοιχείο σε ρευστό (χρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία