λιώσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιώσιμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιώσιμο ουδέτερο
- το φαινόμενο κατά το οποίο ένα στερεό σώμα γίνεται υγρό (περνά από τη στερεή στην υγρή φάση)
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιώσιμο