Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιώσιμο τα λιωσίματα
      γενική του λιωσίματος των λιωσιμάτων
    αιτιατική το λιώσιμο τα λιωσίματα
     κλητική λιώσιμο λιωσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιώσιμο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιώσιμο ουδέτερο

  • το φαινόμενο κατά το οποίο ένα στερεό σώμα γίνεται υγρό (περνά από τη στερεή στην υγρή φάση)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία