↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιώσιμο τα λιωσίματα
      γενική του λιωσίματος των λιωσιμάτων
    αιτιατική το λιώσιμο τα λιωσίματα
     κλητική λιώσιμο λιωσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιώσιμο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιώσιμο ουδέτερο

  • το φαινόμενο κατά το οποίο ένα στερεό σώμα γίνεται υγρό (περνά από τη στερεή στην υγρή φάση)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία