εκποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκποιώ < αρχαία ελληνική ἐκποιέω - ἐκποιῶ
Ρήμα επεξεργασία
εκποιώ (παθητικό: εκποιούμαι)
- πωλώ αναγκαστικά κάτι που μου ανήκει λόγω ανάγκης ή μετά από δικαστική απόφαση
- ξεπουλώ
- Τα εμπορεύματα εκποιούνται σε εξευτελιστική τιμή
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ποιώ