Ετυμολογία

επεξεργασία
εκποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος εκποιώ

εκποιούμαι

  • με ξεπουλάνε, με πουλάνε όσο-όσο σε εκποίηση (για εμπορεύματα) αλλά "ποιητική αδεία" και για έμψυχα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία