εκποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος εκποιώ
Ρήμα
επεξεργασίαεκποιούμαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκποιούμαι | εκποιούμουν | θα εκποιούμαι | να εκποιούμαι | ||
β' ενικ. | εκποιείσαι | εκποιούσουν | θα εκποιείσαι | να εκποιείσαι | ||
γ' ενικ. | εκποιείται | εκποιούνταν | θα εκποιείται | να εκποιείται | ||
α' πληθ. | εκποιούμαστε | εκποιούμασταν εκποιούμαστε |
θα εκποιούμαστε | να εκποιούμαστε | ||
β' πληθ. | εκποιείστε | εκποιούσασταν εκποιούσαστε |
θα εκποιείστε | να εκποιείστε | εκποιείστε | |
γ' πληθ. | εκποιούνται | εκποιούνταν | θα εκποιούνται | να εκποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκποιήθηκα | θα εκποιηθώ | να εκποιηθώ | εκποιηθεί | ||
β' ενικ. | εκποιήθηκες | θα εκποιηθείς | να εκποιηθείς | εκποιήσου | ||
γ' ενικ. | εκποιήθηκε | θα εκποιηθεί | να εκποιηθεί | |||
α' πληθ. | εκποιηθήκαμε | θα εκποιηθούμε | να εκποιηθούμε | |||
β' πληθ. | εκποιηθήκατε | θα εκποιηθείτε | να εκποιηθείτε | εκποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | εκποιήθηκαν εκποιηθήκαν(ε) |
θα εκποιηθούν(ε) | να εκποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκποιηθεί | είχα εκποιηθεί | θα έχω εκποιηθεί | να έχω εκποιηθεί | εκποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις εκποιηθεί | είχες εκποιηθεί | θα έχεις εκποιηθεί | να έχεις εκποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκποιηθεί | είχε εκποιηθεί | θα έχει εκποιηθεί | να έχει εκποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκποιηθεί | είχαμε εκποιηθεί | θα έχουμε εκποιηθεί | να έχουμε εκποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκποιηθεί | είχατε εκποιηθεί | θα έχετε εκποιηθεί | να έχετε εκποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκποιηθεί | είχαν εκποιηθεί | θα έχουν εκποιηθεί | να έχουν εκποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκποιούμαι
|