↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκποιημένος η εκποιημένη το εκποιημένο
      γενική του εκποιημένου της εκποιημένης του εκποιημένου
    αιτιατική τον εκποιημένο την εκποιημένη το εκποιημένο
     κλητική εκποιημένε εκποιημένη εκποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκποιημένοι οι εκποιημένες τα εκποιημένα
      γενική των εκποιημένων των εκποιημένων των εκποιημένων
    αιτιατική τους εκποιημένους τις εκποιημένες τα εκποιημένα
     κλητική εκποιημένοι εκποιημένες εκποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκποιώ

εκποιημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκποιώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία