argue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | argue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | argues |
αόριστος | argued |
παθητική μετοχή | argued |
ενεργητική μετοχή | arguing |
Ρήμα
επεξεργασίαargue (en)
- διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, μιλάω θυμωμένα σε κάποιον γιατί διαφωνώ μαζί του
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω με επιχειρήματα, ισχυρίζομαι, μιλώ υπέρ ή κατά κάτι, δίνω λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι κάτι είναι σωστό ή λάθος, αλήθεια ή όχι, κτλ., ειδικά για να πείσω τους ανθρώπους ότι έχω δίκιο