ενεστώτας argue
γ΄ ενικό ενεστώτα argues
αόριστος argued
παθητική μετοχή argued
ενεργητική μετοχή arguing

argue (en)

  1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, μιλάω θυμωμένα σε κάποιον γιατί διαφωνώ μαζί του
    ⮡  They are arguing instead of reasoning with each other.
    Διαπληκτίζονται αντί να επιχειρηματολογούν.
    ⮡  Why are they constantly arguing?
    Γιατί φιλονικούν διαρκώς;
    ⮡  Stop arguing!
    Πάψτε να φιλονικείτε!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squabble
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω με επιχειρήματα, ισχυρίζομαι, μιλώ υπέρ ή κατά κάτι, δίνω λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι κάτι είναι σωστό ή λάθος, αλήθεια ή όχι, κτλ., ειδικά για να πείσω τους ανθρώπους ότι έχω δίκιο
    ⮡  He argues that there must be a separation of the church from the state.
    Υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος.
    ⮡  He argued that war is a necessary evil.
    Ισχυριζόταν ότι ο πόλεμος είναι αναγκαίο κακό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contend

Συγγενικά

επεξεργασία