argue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | argue |
γ΄ ενικό ενεστώτα | argues |
αόριστος | argued |
παθητική μετοχή | argued |
ενεργητική μετοχή | arguing |
Ρήμα
επεξεργασίαargue (en)
- (αμετάβατο) καβγαδίζω, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, μιλάω θυμωμένα σε κάποιον γιατί διαφωνώ μαζί του
- ⮡ Not a day went by without them arguing.
- Μια μέρα δεν πέρασε χωρίς να καβγαδίσουν.
- ⮡ They are arguing instead of reasoning with each other.
- Διαπληκτίζονται αντί να επιχειρηματολογούν.
- ⮡ Why are they constantly arguing?
- Γιατί φιλονικούν διαρκώς;
- ⮡ Stop arguing!
- Πάψτε να φιλονικείτε!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squabble
- ⮡ Not a day went by without them arguing.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω με επιχειρήματα, ισχυρίζομαι, μιλώ υπέρ ή κατά κάτι, δίνω λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι κάτι είναι σωστό ή λάθος, αλήθεια ή όχι, κτλ., ειδικά για να πείσω τους ανθρώπους ότι έχω δίκιο
- ⮡ He was arguing in favor of the junta when all the people where fighting against it.
- Επιχειρηματολογούσε υπέρ της χούντας, όταν όλος ο λαός αγωνιζόταν εναντίον της.
- ⮡ He argues that there must be a separation of the church from the state.
- Υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος.
- ⮡ He argued that war is a necessary evil.
- Ισχυριζόταν ότι ο πόλεμος είναι αναγκαίο κακό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contend
- ⮡ He was arguing in favor of the junta when all the people where fighting against it.