squabble (en)
squabble (en) (αμετάβατο)
- καβγαδίζω, μαλώνω, διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι, φιλονικώ, λογομαχώ, λογοφέρνω, διαφωνώ θορυβωδώς για ένα δευτερεύον ζήτημα
- ⮡ They are squabbling about/over nothing.
- Καβγαδίζουν/Μαλώνουν/Διαπληκτίζονται για το τίποτα.
- ⮡ Don’t squabble over trivial things.
- Μην τσακώνεστε για μικροπράγματα.
- ⮡ Why are they constantly squabbling?
- Γιατί φιλονικούν διαρκώς;
- ⮡ They squabbled fiercely and then threw hands.
- Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.
- ⮡ They squabbled and now they don’t talk.
- Λογόφεραν και τώρα δε μιλιούνται.
- ≈ συνώνυμα: argue, bicker, quarrel, spar και wrangle