bicker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bicker |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bickers |
αόριστος | bickered |
παθητική μετοχή | bickered |
ενεργητική μετοχή | bickering |
Ρήμα
επεξεργασίαbicker (en)
- (αμετάβατο) τσακώνομαι για μικροπράγματα
ενεστώτας | bicker |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bickers |
αόριστος | bickered |
παθητική μετοχή | bickered |
ενεργητική μετοχή | bickering |
bicker (en)