λογοφέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
λογοφέρνω
- διαπληκτίζομαι λεκτικά, μαλώνω (συνήθως στον πληθυντικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογοφέρνω