διισχυρίζομαι
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διισχυρίζομαι < (διά) δι- + ισχυρίζομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.i.sçiˈɾi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ι‐σχυ‐ρί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαδιισχυρίζομαι, π.αόρ.: διισχυρίστηκα (αποθετικό ρήμα)
- υποστηρίζω κάτι, το λέω, το ισχυρίζομαι, εκθέτοντας με αναλυτικό τρόπο τη σκέψη μου
Συγγενικά
επεξεργασία- διισχυρισμός
- → δείτε τις λέξεις διά, ισχυρίζομαι και ισχύς
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διισχυρίζομαι | διισχυριζόμουν(α) | θα διισχυρίζομαι | να διισχυρίζομαι | ||
β' ενικ. | διισχυρίζεσαι | διισχυριζόσουν(α) | θα διισχυρίζεσαι | να διισχυρίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διισχυρίζεται | διισχυριζόταν(ε) | θα διισχυρίζεται | να διισχυρίζεται | ||
α' πληθ. | διισχυριζόμαστε | διισχυριζόμαστε διισχυριζόμασταν |
θα διισχυριζόμαστε | να διισχυριζόμαστε | ||
β' πληθ. | διισχυρίζεστε | διισχυριζόσαστε διισχυριζόσασταν |
θα διισχυρίζεστε | να διισχυρίζεστε | (διισχυρίζεστε) | |
γ' πληθ. | διισχυρίζονται | διισχυρίζονταν διισχυριζόντουσαν |
θα διισχυρίζονται | να διισχυρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διισχυρίστηκα | θα διισχυριστώ | να διισχυριστώ | διισχυριστεί | ||
β' ενικ. | διισχυρίστηκες | θα διισχυριστείς | να διισχυριστείς | διισχυρίσου | ||
γ' ενικ. | διισχυρίστηκε | θα διισχυριστεί | να διισχυριστεί | |||
α' πληθ. | διισχυριστήκαμε | θα διισχυριστούμε | να διισχυριστούμε | |||
β' πληθ. | διισχυριστήκατε | θα διισχυριστείτε | να διισχυριστείτε | διισχυριστείτε | ||
γ' πληθ. | διισχυρίστηκαν διισχυριστήκαν(ε) |
θα διισχυριστούν(ε) | να διισχυριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διισχυριστεί | είχα διισχυριστεί | θα έχω διισχυριστεί | να έχω διισχυριστεί | ||
β' ενικ. | έχεις διισχυριστεί | είχες διισχυριστεί | θα έχεις διισχυριστεί | να έχεις διισχυριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διισχυριστεί | είχε διισχυριστεί | θα έχει διισχυριστεί | να έχει διισχυριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διισχυριστεί | είχαμε διισχυριστεί | θα έχουμε διισχυριστεί | να έχουμε διισχυριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διισχυριστεί | είχατε διισχυριστεί | θα έχετε διισχυριστεί | να έχετε διισχυριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διισχυριστεί | είχαν διισχυριστεί | θα έχουν διισχυριστεί | να έχουν διισχυριστεί |