Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διισχυρισμός οι διισχυρισμοί
      γενική του διισχυρισμού των διισχυρισμών
    αιτιατική τον διισχυρισμό τους διισχυρισμούς
     κλητική διισχυρισμέ διισχυρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διισχυρισμός < (διισχυρίζομαι) διισχυρισ- + -μός < δι- (δια) + ισχυρίζομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.i.sçi.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ι‐σχυ‐ρι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διισχυρισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία