Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θελκτικός η θελκτική το θελκτικό
      γενική του θελκτικού της θελκτικής του θελκτικού
    αιτιατική τον θελκτικό τη θελκτική το θελκτικό
     κλητική θελκτικέ θελκτική θελκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θελκτικοί οι θελκτικές τα θελκτικά
      γενική των θελκτικών των θελκτικών των θελκτικών
    αιτιατική τους θελκτικούς τις θελκτικές τα θελκτικά
     κλητική θελκτικοί θελκτικές θελκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θελκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θελκτικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θel.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θελ‐κτι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

θελκτικός -ή -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία