ελκυστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελκυστικός < (ελληνιστική κοινή) ἑλκυστικός
Επίθετο
επεξεργασίαελκυστικός, -ή, -ό
- που έλκει
- (μεταφορικά) που ελκύει, που θέλγει
Συγγενικά
επεξεργασία- ελκυστικά
- ελκυστικότητα
- → δείτε τις λέξεις ελκύω και έλκω