attractive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | attractive |
συγκριτικός | more attractive |
υπερθετικός | most attractive |
Επίθετο
επεξεργασίαattractive (en)
- ελκυστικός
- ⮡ Yesterday a very attractive young woman spoke to me at the bar.
- Χθες μου μίλησε μια πολύ ελκυστική κοπέλα στο μπαρ.
- ⮡ Yesterday a very attractive young woman spoke to me at the bar.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαattractive (fr)