attractif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- attractif < adtractif < λατινική attractivus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attractif | attractifs |
θηλυκό | attractive | attractives |
attractif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attractif | attractifs |
θηλυκό | attractive | attractives |
attractif (fr)