Ετυμολογία

επεξεργασία
attractif < adtractif < λατινική attractivus

  Προφορά

επεξεργασία
 
ομόηχο: attractifs

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό attractif attractifs
θηλυκό attractive attractives

attractif (fr)

  1. που έχει την ιδιότητα να ελκύει, να τραβά, ελκτικός
    ⮡  L’aimant a une vertu attractive. - Ο μαγνήτης έχει ελκτική ιδιότητα.
    ⮡  force, puissance attractive - ελκτική δύναμη
     συνώνυμα: attachant, captivant
  2. (αγγλισμός) ελκυστικός, θελκτικός
    ⮡  une offre attractive - μία ελκυστική προσφορά
     συνώνυμα: attirant, séduisant

Συγγενικά

επεξεργασία