attirant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attirant | attirants |
θηλυκό | attirante | attirantes |
Επίθετο
επεξεργασίαattirant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attirant | attirants |
θηλυκό | attirante | attirantes |
attirant (fr)