δελεαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δελεαστικός < μεσαιωνική ελληνική δελεαστικός < αρχαία ελληνική δελεάζω < δέλεαρ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðe.le.a.stiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
δελεαστικός, -ή, -ό
- που δελεάζει, που είναι αρκετά ελκυστικός ώστε να παροτρύνει κάποιον σε μια ενέργεια για την οποία ίσως έχει δισταγμούς
Συγγενικά επεξεργασία
- δελεαστικά
- → δείτε τη λέξη δέλεαρ