séducteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /se.dyk.tœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | séducteur | séducteurs |
θηλυκό | séductrice | séductrices |
séducteur (fr)
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | séducteur | séducteurs |
θηλυκό | séductrice | séductrices |
séducteur (fr) αρσενικό