Ετυμολογία

επεξεργασία
séduction < λατινική seductio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.dyk.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
séduction séductions

séduction (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η αποπλάνηση
  2. ο δελεασμός

Συγγενικά

επεξεργασία