• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δελεασμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δελεασμός οι δελεασμοί
      γενική του δελεασμού των δελεασμών
    αιτιατική τον δελεασμό τους δελεασμούς
     κλητική δελεασμέ δελεασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δελεασμός < αρχαία ελληνική δελεασμός < δελεάζω < δέλεαρ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δελεασμός αρσενικό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δελεάζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • δελέασμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δελεασμός
  • αρχαία ελληνική : δελέασμα, δελεασμός
  • αγγλικά : enticement (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δελεασμός&oldid=5465590"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 06:29

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 06:29.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας