δελέασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δελέασμα < αρχαία ελληνική δελέασμα < δελεάζω < δέλεαρ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δελέασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του δελεάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δελέασμα
|