Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός tempting
συγκριτικός more tempting
υπερθετικός most tempting

tempting (en)

  1. δελεαστικός, προκλητικός, που σε θέτει-βάζει σε πειρασμό, που δίνει αφορμές να παραβείς την ηθική
  2. συναρπαστικός, -ή, -ό

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

tempting (en)