συναρπαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναρπαστικός < συναρπάζω
Επίθετο
επεξεργασίασυναρπαστικός -ή -ό
- που συναρπάζει, προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον και (μεταφορικά) αιχμαλωτίζει
- ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συναρπαστικός