Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναρπαστικός η συναρπαστική το συναρπαστικό
      γενική του συναρπαστικού της συναρπαστικής του συναρπαστικού
    αιτιατική τον συναρπαστικό τη συναρπαστική το συναρπαστικό
     κλητική συναρπαστικέ συναρπαστική συναρπαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναρπαστικοί οι συναρπαστικές τα συναρπαστικά
      γενική των συναρπαστικών των συναρπαστικών των συναρπαστικών
    αιτιατική τους συναρπαστικούς τις συναρπαστικές τα συναρπαστικά
     κλητική συναρπαστικοί συναρπαστικές συναρπαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναρπαστικός < συναρπάζω

  Επίθετο επεξεργασία

συναρπαστικός -ή -ό

ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία