Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναρπαστικά < συναρπαστικός

  Επίρρημα επεξεργασία

συναρπαστικά

  • με συναρπαστικό τρόπο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

συναρπαστικά