passionnant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- passionnant < → δείτε τη λέξη passionner
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.sjɔ.nɑ̃/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | passionnant | passionnants |
θηλυκό | passionnante | passionnantes |
passionnant (fr)