captivant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kap.ti.vɑ̃/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | captivant | captivants |
θηλυκό | captivante | captivantes |
captivant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | captivant | captivants |
θηλυκό | captivante | captivantes |
captivant (fr)