attracteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.tʁak.tœʁ/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | attracteur | attracteurs |
θηλυκό | attractrice | attractrices |
attracteur (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attracteur | attracteurs |
attracteur (fr)
- le Grand Attracteur: στην αστρονομία, σημείο προς το οποίο μετακινείται η τοπική ομάδα γαλαξιών (στην οποία ανήκει ο γαλαξίας μας)