θελκτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαθελκτικά < θελκτικός
Επίρρημα
επεξεργασίαθελκτικά
- κατά τρόπο θελκτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία θελκτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθελκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θελκτικό