Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θελκτικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
θελκτικότητ
α
οι
θελκτικότητ
ες
γενική
της
θελκτικότητ
ας
των
θελκτικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
θελκτικότητ
α
τις
θελκτικότητ
ες
κλητική
θελκτικότητ
α
θελκτικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θελκτικότητα
<
θελκτικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θελκτικότητα
θηλυκό
το να είναι
κάποιος
θελκτικός
, η
ιδιότητα
του
θελκτικού
Συνώνυμα
επεξεργασία
ελκυστικότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
θελκτικός
και
θέλγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θελκτικότητα