φορολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φορολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φορολογέω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.ɾo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐ρο‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαφορολογώ
- επιβάλλω φόρο σε κάποιον
- ⮡ το κράτος φορολογεί τους μισθωτούς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φορολογώ | φορολογούσα | θα φορολογώ | να φορολογώ | φορολογώντας | |
β' ενικ. | φορολογείς | φορολογούσες | θα φορολογείς | να φορολογείς | (φορολόγει) | |
γ' ενικ. | φορολογεί | φορολογούσε | θα φορολογεί | να φορολογεί | ||
α' πληθ. | φορολογούμε | φορολογούσαμε | θα φορολογούμε | να φορολογούμε | ||
β' πληθ. | φορολογείτε | φορολογούσατε | θα φορολογείτε | να φορολογείτε | φορολογείτε | |
γ' πληθ. | φορολογούν(ε) | φορολογούσαν(ε) | θα φορολογούν(ε) | να φορολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φορολόγησα | θα φορολογήσω | να φορολογήσω | φορολογήσει | ||
β' ενικ. | φορολόγησες | θα φορολογήσεις | να φορολογήσεις | φορολόγησε | ||
γ' ενικ. | φορολόγησε | θα φορολογήσει | να φορολογήσει | |||
α' πληθ. | φορολογήσαμε | θα φορολογήσουμε | να φορολογήσουμε | |||
β' πληθ. | φορολογήσατε | θα φορολογήσετε | να φορολογήσετε | φορολογήστε | ||
γ' πληθ. | φορολόγησαν φορολογήσαν(ε) |
θα φορολογήσουν(ε) | να φορολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φορολογήσει | είχα φορολογήσει | θα έχω φορολογήσει | να έχω φορολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις φορολογήσει | είχες φορολογήσει | θα έχεις φορολογήσει | να έχεις φορολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει φορολογήσει | είχε φορολογήσει | θα έχει φορολογήσει | να έχει φορολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φορολογήσει | είχαμε φορολογήσει | θα έχουμε φορολογήσει | να έχουμε φορολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε φορολογήσει | είχατε φορολογήσει | θα έχετε φορολογήσει | να έχετε φορολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φορολογήσει | είχαν φορολογήσει | θα έχουν φορολογήσει | να έχουν φορολογήσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φορολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας