Ετυμολογία

επεξεργασία
φορολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φορολογέω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.ɾo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φο‐ρο‐λο‐γώ

φορολογώ

  • επιβάλλω φόρο σε κάποιον
⮡  το κράτος φορολογεί τους μισθωτούς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία