↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορολογούμενος η φορολογούμενη το φορολογούμενο
      γενική του φορολογούμενου της φορολογούμενης του φορολογούμενου
    αιτιατική τον φορολογούμενο τη φορολογούμενη το φορολογούμενο
     κλητική φορολογούμενε φορολογούμενη φορολογούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορολογούμενοι οι φορολογούμενες τα φορολογούμενα
      γενική των φορολογούμενων των φορολογούμενων των φορολογούμενων
    αιτιατική τους φορολογούμενους τις φορολογούμενες τα φορολογούμενα
     κλητική φορολογούμενοι φορολογούμενες φορολογούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φορολογούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος φορολογούμαι

φορολογούμενος, -η, -ο

  • αυτός που φορολογείται, που υπόκειται σε φορολόγηση, που υποχρεούται να καταβάλλει φόρους (πολύ συχνά χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό αρσενικού γένους)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία